πετυχημένος

πετυχημένος
η , ο удачный, успешный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πετυχημένος" в других словарях:

  • πετυχαίνω — Ν 1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τόν πέτυχα στο πόδι») 2. εννοώ ή μαντεύω («τό πέτυχες, αυτός ήταν») 3. συναντώ τυχαία κάποιον («τόν πέτυχα στη στάση») 4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε» 5. (για εξετάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • πετυχαίνω — 1 επιτυγχάνω και πετυχαίνω, (ε)πέτυχα βλ. πίν. 148 2 πετυχαίνω, πέτυχα, πετυχημένος βλ. πίν. 148 Σημειώσεις: πετυχαίνω : η μτχ. πετυχημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που έγινε με επιτυχία ή έχει επιτυχία ή είναι πολύ καλός στο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • (ε)πιτυχαίνω — και πετυχαίνω (ε)πέτυχα και πέτυχα, επιτεύχτηκα, (ε)πιτυχημένος και πετυχημένος, μτβ. και αμτβ. 1. τυχαίνει να βρω, συναντώ τυχαία: Καλά που σε πέτυχα. 2. βρίσκω το στόχο: Τον πέτυχε με μία σφαίρα. 3. βρίσκω ό,τι ζητώ, φτάνω στο αποτέλεσμα που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • εμμελής — ές (Α ἐμμελής, ές) μελωδικός, αρμονικός αρχ. 1. (για ποιητή) γλυκός, μελωδικός 2. (για πράγμ.) καλαίσθητος, κομψός 3. πετυχημένος («τὴν ἐμμελῆ ταύτην... ἐπὶ τῷ καλῷ προσεποιεῑτο παιδείαν», Πλούτ.) 4. μέτριος, μικρός 5. (για πρόσ.) ευπρεπής,… …   Dictionary of Greek

  • επικυδής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ευφημίδου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός, σύγχρονος του Θεμιστοκλή. Ο Πλούταρχος (Βίος Θεμιστοκλέους VI, 20 30) τον θεωρεί δειλό και φιλόδοξο. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • ευζυγής — εὐζυγής, ές (Α) φρ. «εὐζυγὴς γάμος» ταιριαστός, πετυχημένος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυγής (< ζυγόν), πρβλ. α ζυγής, καλλι ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»